Η οστεοπόρωση είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική αντοχή, η οποία οφείλεται σε μείωση της οστικής πυκνότητας και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής των οστών, με αποτέλεσμα αυξημένη ευθραυστότητα και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Είναι σαφώς πιο συχνή στις γυναίκες μετεμμηνοπαυσιακής ηλικίας, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει γίνει εμφανές ότι υπάρχει σε σημαντική συχνότητα και στους άνδρες.
Έχει τεράστιες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις. Περίπου 1 στις 3 γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών και 1 στους 5 άνδρες θα πάθουν ένα οστεοπορωτικό κάταγμα. Το κάταγμα ισχίου είναι η σοβαρότερη μορφή κατάγματος, που μάλιστα συνδέεται και με πολύ υψηλή θνητότητα (15-30% μέσα στο πρώτο εξάμηνο μετά το κάταγμα). Η θεραπεία της οστεοπόρωσης οφείλει να είναι εξατομικευμένη και να στοχεύει στην ολιστική προσέγγιση του ασθενούς με στόχο βέβαια τη μείωση των καταγμάτων.